- φαμελίτης
- ο, θηλ. φαμελίτισσα, Νοικογενειάρχης και ιδίως αυτός που έχει πολυμελή οικογένεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαμελιά + επίθημα -ίτης (πρβλ. οπλ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαμελίτης — ο θηλ. ισσα αυτός που έχει οικογένεια, οικογενειάρχης και μάλιστα ο πολύτεκνος, φαμελιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαμελίτικος — η, ο, Ν [φαμελίτης] ο σχετικός με τη φαμίλια, οικογενειακός … Dictionary of Greek
φαμελιάρης — ο, Ν [φαμελιά] φαμελίτης … Dictionary of Greek
φαμελιάρης — ο πληθ. ηδες, θηλ. άρα και άρισσα φαμελίτης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)